ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ

Κ. Θεοδοσιάδης προς τον Α. Ξανθό: «Καλές οι προθέσεις σας αλλά δείξτε στην πράξη πόσο εκτιμάτε το ρόλο του φαρμακοποιού»

Κ. Θεοδοσιάδης προς τον Α. Ξανθό: «Καλές οι προθέσεις σας αλλά δείξτε στην πράξη πόσο εκτιμάτε το ρόλο του φαρμακοποιού»

Απόδειξη για το πόσο πραγματικά πιστεύει η πολιτεία στο ρόλο του Φαρμακοποιού στο σύστημα Υγείας ζήτησε ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου κ. Κυριάκος Θεοδοσιάδης χαιρετίζοντας την Ημερίδα που πραγματοποίησε την Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου στο Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος» ο Πειραϊκός Φαρμακευτικός Συνεταιρισμός (ΠΕΙΦΑΣΥΝ) με θέμα: Φαρμακοποιός- Αύριο Ένα Νέο Επάγγελμα».

 

Από το Χαράλαμπο Πετρόχειλο

Ο κ. Θεοδοσιάδης ουσιαστικά απάντησε στο χαιρετισμό που απέστειλε ο υπουργός Υγείας κ. Ανδρέας Ξανθός στην Ημερίδα, όπου,  μεταξύ των άλλων, αναφέρθηκε στο σημαντικό ρόλο του φαρμακοποιού στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας δηλώνοντας ότι στις προθέσεις του υπουργείου είναι «να αξιοποιήσουμε και να αναβαθμίσουμε αυτό το ρόλο» διατηρώντας ανοικτό δίαυλο επικοινωνίας με τους εκπροσώπους του κλάδου.

Συγκεκριμένα ο κ. Ξανθός στον χαιρετισμό του υποστήριξε ότι «η πρωτοβάθμια φροντίδα θα πρέπει να αξιοποιήσει στο μέγιστο κάθε αλληλεπίδραση του πληθυσμού με επιστήμονες του τομέα της υγείας» σημειώνοντας ότι «σε αυτή την αποστολή οι φαρμακοποιοί έχουν να συνεισφέρουν τα μέγιστα. Τόσο η πενταετής πανεπιστημιακή εκπαίδευση, όσο και η διασπορά των φαρμακείων σε όλη την  επικράτεια, σε συνδυασμό με την ευκολία πρόσβασης του πληθυσμού σε αυτά, καθιστά τους φαρμακοποιούς πολύ σημαντικούς πόρους του συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας».

Μάλιστα ο κ. Ξανθός επικαλέστηκε στοιχεία συγκεκριμένης έρευνας για να δείξει ότι παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις στο σχεδιασμό της πολιτικής του υπουργείου.

 «Ενδεικτικό του ρόλου τους» σημείωσε στο χαιρετισμό του ο κ. Ξανθός, «είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με έρευνα της Διεθνούς Φαρμακευτικής Ομοσπονδίας (FIP) που πραγματοποιήθηκε σε 79 χώρες, τη διετία 2015 2017, περισσότερες από  τις μισές χώρες του κόσμου έχουν επιλέξει την παροχή υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας μέσω των φαρμακείων.

Γίνεται λοιπόν σαφές το πόσο σημαντικό ρόλο παίζει ο φαρμακοποιός και το φαρμακείο σε επίπεδο γειτονιάς,  που αποτελεί σημαντικότατο κύτταρο της κοινωνίας μας. Στις προθέσεις και τους στόχους του υπουργείου Υγείας είναι να αξιοποιήσουμε και να αναβαθμίσουμε αυτό το ρόλο στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου δημόσιου συστήματος Υγείας που θα εστιάζει στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας των πολιτών. Γι’ αυτό το λόγο και διατηρούμε ανοικτό δίαυλο επικοινωνίας με όλα τα θεσμικά όργανα του κλάδου σας».

Απέναντι σε αυτό το κάλεσμα ο κ. Θεοδοσιάδης εκφράστηκε θετικά επισημαίνοντας ωστόσο ότι αυτό που λείπει δεν είναι οι υποσχέσεις αλλά η υλοποίησή τους, ξεκαθαρίζοντας πάντως ότι για τον κλάδο βασική προτεραιότητα είναι να διασφαλιστεί απέναντι σε όλα τα ντόπια και ξένα συμφέροντα, ότι το φαρμακείο, σύμφωνα και με την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας –η οποία, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, «δεν έχει φτάσει στα αυτιά όλων, όπως θα έπρεπε»- και άλλων αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, δεν θα αντιμετωπιστεί ως εμπορικό κατάστημα  αλλά ως χώρος παροχής υπηρεσιών υγείας και πρόληψης.

Ο κ. Θεοδοσιάδης, αρχικά αναφέρθηκε στην ημερίδα την οποία είχε θέσει υπό την αιγίδα του ο ΠΦΣ υποστηρίζοντας ότι  «ο συνδικαλισμός και ο συνεταιρισμός είναι δύο πόλοι στους οποίους το φαρμακείο και ο φαρμακοποιός δικαιούται και οφείλει να στηριχθεί και να στηρίξει» και ότι πρέπει «να αλληλοστηρίζονται, να αλληλοσυμπληρώνονται, να εκφράζονται ενιαία και προς την κατεύθυνση ενίσχυσης του φαρμακείου το οποίο χωρίς το εμπορικό κομμάτι και μόνο το επιστημονικό ή χωρίς το επιστημονικό και μόνο με το επιχειρηματικό δεν μπορεί να περπατήσει» Χαρακτηρίζοντας «ατυχή τα παραδείγματα κάποιων περιοχών όπου οι σύλλογοι και οι συνεταιρισμοί έχουν σχέσεις κακές ή εν πάση περιπτώσει δεν διαπνέονται από αυτήν την αντίληψη».

Στη συνέχεια αναφέρθηκε στο μήνυμα του υπουργού Υγείας δηλώνοντας ότι προσυπογράφει το περιεχόμενό του αλλά επισημαίνοντας ότι «αυτό που λείπει μέχρι τώρα όλα αυτά τα χρόνια δεν είναι οι εύηχοι χαιρετισμοί ούτε οι υποσχέσεις και οι διαβεβαιώσεις για τον πολύ σοβαρό ρόλο του φαρμακοποιού. Αυτό που λείπει είναι οι εκφράσεις αυτές να γίνουν πράξη».

Όπως εξήγησε «δυστυχώς τα τελευταία 7-8 χρόνια οι πράξεις είναι προς την τελείως αντίθετη κατεύθυνση. Αναφέρομαι πολύ πρόσφατα στην πολιτική που ακολουθείται στα Μη Υποχρεωτικώς Συνταγογραφούμενα Φάρμακα. Μία πολιτική που λέει ότι η βιομηχανία μπορεί να χρεώνει τα ΜΥΣΥΦΑ  όσο αυτή θέλει –κυριολεκτώ, όσο αυτή θέλει. Επιτρέπει επίσης στη βιομηχανία σ’ ένα ποσοστό κέδρους μειωμένο από το μέχρι τώρα ισχύον να συμπεριλάβει και να συνθλίψει από κοινού το ποσοστό κέρδους και του φαρμακείου και της φαρμακαποθήκης –εν προκειμένω του Συνεταιρισμού- και στην τελευταία ανάλυση να καλέσει τον καταναλωτή να πληρώσει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι πλήρωνε μέχρι τώρα για τα ΜΥΣΥΦΑ. Αυξήσεις της τάξεως του 50, του 60 και του 70% που μέχρι στιγμής έχουμε παρακολουθήσει για μία σειρά από αυτά τα φάρμακα δείχνουν που πάει αυτή η κατάσταση. Γιατί σε αυτόν τον τόπο δεν ξέρουμε τι θέλουμε. Αφήνουμε τους «νόμους της αγοράς» ως προς τη διαμόρφωση της χονδρικής τιμής, της τιμής του βιομήχανου και περιορίζουμε ενδιαμέσως το κέρδος του φαρμακοποιού και το κέρδος της φαρμακαποθήκης και εντέλει ο καταναλωτής πληρώνει περισσότερο. Εάν αυτό λέγεται αλλαγή, εάν αυτό λέγεται εμπιστοσύνη και εάν αυτό λέγεται εκτίμηση του ρόλου του φαρμακοποιού ή εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι Έλληνες πολίτες εδώ και 7-8 χρόνια πρέπει οι λέξεις να αλλάξουν περιεχόμενο.

Όπως επίσης δεν είναι δυνατό να μιλάμε για το σοβαρό ρόλο που παίζει στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και στην πρόληψη ο φαρμακοποιός και συγχρόνως να συζητάμε ότι υπάρχουν και κάποιες πτυχές ακόμη στο κλειστό επάγγελμα του φαρμακοποιού –οι όροι δεν είναι δικοί μου- που πρέπει να ανοίξουν και αυτές.

Και ευτυχώς υπάρχουν κάποιοι θεσμοί όχι από εκείνους τους θεσμούς τους έξωθεν ορμώμενους αλλά θεσμοί της ελληνικής πολιτείας, δηλαδή το Συμβούλιο Επικρατείας το οποίο δεν θα κουραστώ να επισημαίνω –γιατί έχω διαπιστώσει ότι δεν έχει φτάσει στα αυτιά όλων, όπως θα έπρεπε και όταν λέω όλων εννοώ όλων. Αναφέρομαι λοιπόν στην πρόσφατη απόφαση της ολομέλειας του ΣτΕ στις 6/7 η οποία Ολομέλεια με συντριπτικότατη πλειοψηφία –μόνο 2 σύμβουλοι μειοψήφησαν- είπε αυτό που λέμε τόσα χρόνια: ότι το φαρμακείο είναι ένα ιδιότυπο κατάστημα που συγκεντρώνει την εμπορική δραστηριότητα και την επιστημονική παροχή υπηρεσιών υγείας και ότι το φαρμακείο δεν είναι δυνατό να διέπεται από τους κανόνες και τους νόμους της αγοράς και δεν μπορεί να διευθύνεται από μη επιστήμονα φαρμακοποιό που έχει άδεια άσκησης φαρμακευτικού επαγγέλματος. Αυτά τα είπε το ΣτΕ πριν από δυόμιση μήνες, στις 6/7/2017. Αυτό παρακαλώ πάρα πολύ την πολιτεία σε όλες της τις εκφράσεις και εκφάνσεις να το λάβει πάρα πολύ σοβαρά υπόψη. Όπως επίσης να λάβει πάρα πολύ σοβαρά υπόψη και μία άλλη παρατήρηση της Ολομέλειας του ΣτΕ που απευθυνόμενο στην Ελληνική Κυβέρνηση της λέει ότι «έχετε βέβαια δικαίωμα να συνάπτετε διεθνείς συμβάσεις όμως δεν έχετε κανέναν δικαίωμα στο όνομα των διεθνών συμβάσεων να παραβιάζετε το Σύνταγμα και να αγνοείτε τη δημόσια υγεία την οποία υπηρετεί ο Έλληνας Φαρμακοποιός».  Εγώ δεν θέλω πολλά. Θέλω η ελληνική κυβέρνηση να τηρήσει, να σεβαστεί και να πατήσει πάνω στην απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ και να πει και προς τους μέσα και προς τους έξω, και προς τα ελληνικά και προς τα διεθνή συμφέροντα ότι κάποια πράγματα έχουν κι ένα όριο και αυτό το όριο ευτυχώς το έβαλε η Ολομέλεια του ΣτΕ που ήρθε να ενισχύσει αντίστοιχες αποφάσεις Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων και όχι μία και δύο, περισσότερες.

Πρέπει επιτέλους ο κλάδος να πατήσει κάπου. Να σταματήσει αυτή η ιστορία των τιμών. Να σταματήσει αυτή η ιστορία των ανοικτών – κλειστών επαγγελμάτων. Να σταματήσει αυτή η ιστορία του ωραρίου και του καταστήματος που λέγεται φαρμακείο ή του φαρμακείου που θέλουν να ονομαστεί κατάστημα. Εάν σε αυτά συνεννοηθούμε και αυτά τηρηθούν τα υπόλοιπα θα τα βρούμε. Είναι λεπτομέρειες. Αυτό που παίζεται τώρα είναι το εάν το φαρμακείο θα μπει στη χορεία και στην αντιμετώπιση, όπως κάθε εμπορικό κατάστημα ή εάν θα μείνει σαν ένας χώρος παροχής υπηρεσιών υγείας και πρόληψης που έχει να προσφέρει και στην κοινωνία και στην πολιτεία και στη δημόσια υγεία και στη δημόσια οικονομία».